- γροθοκόπημα
- τοβλ. γρονθοκόπημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γροθοκόπημα — το χτύπημα με γροθιές: Ύστερα από τόσο γροθοκόπημα κατέληξε στο νοσοκομείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γροθοπατινάδα — η (ειρων.), το γροθοκόπημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)